-
1 масло
το έλαι/ο, το λάδιантраценовое - (хим.тех.) το ανθρακενιέλαιοгустое - πυκνό -, παχύ -дизельное - το ντίζελ/die-selкасторовое - το ρετσινόλαδο, το ρετσινέλαιοкукурузное - το καλαμποκέλαιο, το λάδι αραβόσιτουкунжутное - см. сезамовое -льняное - του λινόσπορου, το λινέλαιοмашинное - της μηχανής, το μηχανέλαιοминеральное - ορυκτό -, το ορυκτέλαιοподсолнечное - το σπορέλαιο, το ηλιέλαιοрезиновое - ρητίνης, το ρητινέλαιοсоевое - σόγιας, το σογιέλαιοсоляровое - см. соляртерпентинное - см. скипидартоплёное - το λειωμένο βούτυρο, το βούτυρο μαγειρικήςтрансформаторное - μετασχηματιστών (πλ.)турбинное - (αεροστροβίλου/τουρμπίναςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > масло
-
2 уплотнение
1. (устройство, предотвращающее или уменьшающее утечку) το παρέμβυσμαгерметичное - στεγανό -, ερμητικό -дейд-вудное - мор. το σύστημα στεγανοποίησης της χοάνηςдонное мор. - των επιστομίων θαλάσσης (του πυθμένα)плоское - (напр. в клапанах) επίπεδο -2. (действие) η στεγανοποίηση, η συμπύκνωση, η συμπίεση- грунтов το πάτημα του εδάφους, η συμπίεση του εδάφους3. свз. η συμπίεση, η συμπύκνωση (κωδικοποίηση).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > уплотнение